χαμιλτωνιανός

χαμιλτωνιανός
-ή, -ό, Ν
το θηλ. ως ουσ. η χαμιλτωνιανή
μαθημ. ο χαμιλτώνειος τελεστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χαμιλτώνειος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”